Τρίτη, Ιουλίου 14, 2009

ΑΡΑΣ για εκλογές και μέλλον της Ανταρσυα

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ – ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας. Η Πολιτική συγκυρία μετά τις εκλογές

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών αναδεικνύουν μία σχετική σταθεροποίηση του συνασπισμού εξουσίας παρά τις αντιφάσεις και την σχετική αστάθεια που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την πολιτική σκηνή.

Παρά την οικονομική κρίση που απονομιμοποιεί όψεις της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, αλλά και την κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008, δεν καταγράφηκε κάποια αριστερή μετατόπιση μέσα από τις ευρωεκλογές. Αντίθετα σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, η κοινωνική δυσαρέσκεια είτε διοχετεύθηκε στην κατεύθυνση της αποχής, είτε στον πολιτικό ιδεολογικό λόγο των αστικών κομμάτων κυριάρχησαν τα ζητήματα της τάξης και της ασφάλειας.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο καταγράφεται α) σημαντική αύξηση της αποχής β) γενική υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας γ) στασιμότητα και φθορά της αριστεράς και μέσα σε αυτή και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δ) σχετική σταθερότητα των περισσότερων συντηρητικών κυβερνήσεων.

Τα αποτελέσματα στην Ελλάδα όπως αναφέραμε σταθεροποιούν συνολικά τη θέση του συνασπισμού εξουσίας. Παράλληλα αφήνουν ορισμένες δυνατότητες στο κυβερνητικό κέντρο να διαπραγματευθεί την επανεκλογή του, ή την κεντρική του θέση στη πολιτική σκηνή (π.χ. με συμμαχικές κυβερνήσεις) στο βαθμό που παρουσιάστηκαν σε αυτές τις εκλογές περισσότερες εφεδρείες από τα δεξιά του από όσες διαθέτει σήμερα το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ωστόσο σήμερα κατέχει το σχετικό πολιτικό προβάδισμα.

Εξετάζοντας πάντα τις εκλογές ως μία στιγμή της πολιτικής πάλης και αποτύπωσης – έστω στρεβλής - του κοινωνικού συσχετισμού, είναι σαφές ότι δεν ανατρέπουν συνολικά τα στοιχεία αστάθειας και ρευστότητας της πολιτικής σκηνής. Ωστόσο έχουν μία ειδική επίδραση σε αυτή και συμβάλλουν στη τροποποίηση των κοινωνικών συσχετισμών κάτι το οποίο δεν πρέπει να αγνοείται. Φυσικά οι εκλογές δεν μπορούν να επιλύσουν τα συνολικά προβλήματα νομιμοποίησης, της πολιτικής στρατηγικής των κυρίαρχων τάξεων, από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι τα προβλήματα αυτά δεν μετασχηματίζονται σε μία κρίση εκπροσώπησης και πολύ περισσότερο σε

μία πολιτική κρίση. Το πολιτικό διακύβευμα αυτών των εκλογών για την άρχουσα τάξη ήταν η προσπάθεια να αποφύγει το μετασχηματισμό των στοιχείων απονομιμοποίησης όψεων των πολιτικών στρατηγικών της σε κρίση εκπροσώπησης, κάτι που φαίνεται ότι τουλάχιστον σε αυτές τις εκλογές το επέτυχε.

Χαρακτηριστικά για τις ευρωεκλογές είναι :

  • Η αύξηση της αποχής περίπου κατά 2,3 εκατομμύρια ψηφοφόρους σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2007 και κατά 1,2 εκατομμύρια σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2004.
  • Η απώλεια 1,4 εκατομμυρίων ψήφων από τη Ν.Δ. και 850.000 από το ΠΑΣΟΚ
  • Η ανακοπή και ανατροπή του ρεύματος προς τα αριστερά που κατέγραψαν οι βουλευτικές εκλογές του 2007 και ακόμα περισσότερο των τάσεων που είχαν αποτυπωθεί μετά από αυτές. Ετσι η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ, μειώνεται κατά 150.000 ψήφους δηλαδή κατά 27 % σε σχέση με τις εκλογές του 2007 και τις ευρωεκλογές του 2004. Ενώ η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ μειώνεται κατά 120.000 ψήφους ή το 33 % της δύναμης του σε σχέση με τις εκλογές του 2007, ενώ όχι απλώς διαψεύδεται αλλά καταβαραθρώνεται η δημοσκοπική δυναμική του έτους 2008.
  • Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ουσιαστική και συμβολική. Εκφράζεται από την άνοδο του ΛΑΟΣ κατά 100.000 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2007, αλλά και από την υπερψήφιση της ναζιστικής συμμορίας από 25.000 άτομα. Εκφράζεται επίσης από την ενίσχυση μιας σειρά ψηφοδελτίων όπως του ΠΑΜΜΕ, της Δράσης, αλλά και του κόμματος κυνηγών, που έχουν μία περισσότερο, εθνικιστική, ή νεοφιλελεύθερη, δεξιά δεσπόζουσα. Το σύνολο αυτών των ψηφοδελτίων, καταλαμβάνουν 3,3 % και μαζί με το ΛΑΟΣ και τη Χ.Α. καταλαμβάνουν κοντά στο 11 %. Την ίδια στιγμή ο πολιτικός λόγος της Ν.Δ. πριν τις ευρωεκλογές είχε ήδη μετατοπιστεί ώστε να αναδείξει ως κεντρικά τα ζητήματα του νόμου και της τάξης.

Η αύξηση της αποχής

Το ζήτημα της αποχής αναδεικνύεται ως σημαντικό και σε εθνικό και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εν μέρει αποτυπώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια και αμφισβήτηση των κυρίαρχων μορφών πολιτικής διαχείρισης, . Ωστόσο βασικές πλευρές της αποχής σχετίζονται α) με την κυριαρχία πλευρών της αστικής ιδεολογίας της εξατομίκευσης όπως διαχέεται σε πλατιά κοινωνικά στρώματα β) με τους συνολικότερους μετασχηματισμούς των κρατικών μηχανισμών σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο μέσα από μία τάση γενικότερης αυταρχικοποίησης του κράτους (όχι μόνο κατασταλτικής θωράκισης). Κρατικοί μηχανισμοί που τείνουν να εμφανίζονται περισσότερο στεγανοποιημένοι σε σχέση με τις διαθέσεις, και τις επιδιώξεις των λαϊκών στρωμάτων και την αντιπροσώπευση των συμφερόντων τους στο εσωτερικό τους) γ) με την υποεκπροσώπηση στο πολιτικό επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικών τμημάτων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, αποτέλεσμα των πολιτικών και ιδεολογικών ηττών, αλλά και των κοινωνικών αλλαγών στους χώρους παραγωγής (με τον κατακερματισμό των εργαζόμενων στρωμάτων, την ανάπτυξη αντιθέσεων μεταξύ τους και την ενίσχυση των καπιταλιστικών εξουσιών).

Αυτή η υποχώρηση της κοινωνικής δύναμης πλατιών εργαζόμενων στρωμάτων μέσα στους χώρους παραγωγής αντανακλάται πολλαπλάσια στην υποχώρηση της δύναμης τους σε πολιτικό (ιδιαίτερα σε εκλογικό) επίπεδο.

Ετσι σήμερα στο πλαίσιο της ανυπαρξίας (και της έλλειψης δυνατότητας) μίας εναλλακτικής πολιτικής στρατηγικής απέναντι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση που να αναπτύσσεται με όρους έκφρασης της σε κυβερνητικό επίπεδο (π.χ. με μία αυθεντική σοσιαλδημοκρατική κευνσιανή στρατηγική), αλλά και της δυσκολίας ανάπτυξης κοινωνικών αγώνων που να αλλάζουν τους συσχετισμούς στους εργασιακούς χώρους, ο συνασπισμός εξουσίας δεν έχει την ανάγκη από την ενεργητική συναίνεση των λαϊκών μαζών και τη στράτευση τους σε ένα θετικό πολιτικό πρόγραμμα, σοσιαλφιλελεύθερου ή και σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Αρκείται μέχρι ενός σημείου στην αποδιοργάνωση – αποδυνάμωση της πολιτικής έκφρασης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, και η αποχή είναι μία όψη αυτή της κίνησης.

Επιπρόσθετα η μεγαλύτερη αποχή στις ευρωεκλογές σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. σχετίζεται και με τη συνειδητοποίηση ευρύτερων λαϊκών μαζών ότι το ευρωκοινοβούλιο έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα στις αποφάσεις των μηχανισμών της Ε.Ε. (Επιτροπή κ.λ.π.) και ακόμα περισσότερο ότι είναι ένα μηχανισμός πολύ περισσότερο αδιαπέραστος από τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών σε σχέση με τα επιμέρους εθνικά κράτη.

Η σχετική σταθερότητα των συντηρητικών πολιτικών ρευμάτων σε αυτή τη συγκυρία στην Ε.Ε. σχετίζεται με πολλούς παράγοντες α) ότι τα ανώτερα και μέσα κοινωνικά στρώματα εκφράζονται γενικά ευκολότερα σε σχέση με τα κατώτερα μέσα από διαδικασίες όπως οι εκλογές β) ότι τα συντηρητικά ρεύματα οργανώνονται σε πολιτικό επίπεδο σε αντιστοίχιση με τα αυθόρμητα ιδεολογικά ρεύματα που αναπαράγονται μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις (εξατομίκευση, ξενοφοβία, θρησκοληψία, αποδοχή της οικονομίας της αγοράς κ.λ.π.) γ) αντίθετα τα προοδευτικά κοινωνικά ρεύματα πρέπει να τροφοδοτούνται από κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές που ενεργητικά θα στρατεύουν μάζες μέσα από αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και υλικές νίκες και στους επιμέρους χώρους και σε πολιτικό επίπεδο.

Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την έκβαση της κρίσης αλλά και το χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα κοινωνικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο ήταν επιτυχημένο για την αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα. Αποκατέστησε πλευρές της κοινωνικής εξουσίας, οδηγώντας το οικονομικά ανώτερο 1 % του πληθυσμού στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράση, σε επίπεδα ανάλογα με αυτά πριν από την κρίση του 1929, ή τον μεταπολεμικό κευνσιανό συμβιβασμό.

Αποδιοργάνωσε επίσης την πολιτική και κοινωνική δύναμη της εργατικής τάξης με τις μεταβολές στις πολιτικό ιδεολογικές σχέσεις και κυρίως με τις αναδιαρθρώσεις στην παραγωγική διαδικασία. Παρά ταύτα αν και ήταν μονόπλευρα προσανατολισμένος στην ενίσχυση της εξουσίας της ανώτερης αστικής τάξης, οδήγησε στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη σε μία μορφή οικονομικής ανάπτυξης που ένα τμήμα της καρπώθηκαν και τα μικροαστικά στρώματα και μεσοστρώματα, ή και ανώτερα τμήματα της εργατικής τάξης.

Υφίστανται κατά αυτό τον τρόπο, ευρύτερα στρώματα, κυρίως τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα, μικροαστικές κοινωνικές κατηγορίες, που είναι σε διαφορετικούς βαθμούς με υλικούς όρους συνδεδεμένα με τη γενικότερη αναπαραγωγή του συστήματος. Στις συνθήκες της κρίσης, που χωρίς την επίδραση της πολιτικής ταξικής πάλης, δεν πρόκειται να δημιουργήσει συνθήκες κλυδωνισμού του πολιτικού συστήματος αντίθετα θα βαθύνει τις τάσεις αναδιάρθρωσης, τα στρώματα αυτά που εκφράζονται πλειοψηφικά στις εκλογές, τείνουν να συσπειρωθούν μέσα από ποιο παραδοσιακές πολιτικές και ιδεολογικές δομές.

Αντίστοιχα στο βαθμό που η κρίση δεν γενικεύεται σε οικονομικό αλλά κυρίως δεν μετασχηματίζεται σε πολιτικό επίπεδο, οι άρχουσες τάξεις δεν θα είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν το νεοφιλελευθερισμό ως κοινωνική στρατηγική συσσώρευσης του κεφαλαίου και οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων. Για αυτό στη σημερινή φάση με τους μηχανισμούς τους ενισχύουν εκείνα τα πολιτικά ρεύματα που ενσωματώνουν τις μικρότερες αντιφάσεις στην υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής.

Τα αποτελέσματα στην Ελλάδα: φθορά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ

Τα αποτελέσματα στην Ελλάδα κινούνται στο εσωτερικό αυτής της κατεύθυνσης αν και με διαφοροποιήσεις. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που καταγράφεται μία τάση ενίσχυσης του σοσιαλφιλελεύθερου πόλου της πολιτικής σκηνής. Όμως και αυτή δεν εμφανίζεται δομικά σταθερή. Το ΠΑΣΟΚ, σε συνθήκες κρίσης της πολιτικής της Ν.Δ. που παρήγαγε στοιχεία συνολικής αστάθειας του κυβερνητικού κέντρου, απλά καταφέρνει να κρατήσει τις απώλειες του λίγο πιο χαμηλά από αυτές της Ν.Δ.

Μετά από μία περίοδο κρίσης στις σχέσεις του με την κοινωνική του εκπροσώπηση αποκτά ένα προβάδισμα και την ανάλογη στήριξη από πολλαπλά κέντρα εξουσίας ωστόσο η δυναμική του δεν είναι αδιαμφισβήτητη. Η σχέση του με ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν είναι απόλυτα σταθερή στο βαθμό που δεν μπορεί να εγγυηθεί ή και να προτείνει την κάλυψη μίνιμουμ κοινωνικών αναγκών, ή μία στοιχειωδώς διαφορετική πολιτική από τη Ν.Δ.

Η Ν.Δ. απέφυγε τις διαρροές προς το βασικό πολιτικό της αντίπαλο, που ήταν το ΠΑΣΟΚ. Η προσπάθεια της μεταστροφής της διαμαρτυρίας, προς την αποχή ή και προς ανώδυνες για το σύστημα πολιτικές κινήσεις, ακόμα και η ενίσχυση του συντηρητικού δεξιού λόγου (νόμος, τάξη, ρατσισμός) το χρονικό διάστημα πριν τις εκλογές, αποτέλεσε μία συνειδητή πολιτική στρατηγική ακόμα και αν συγκυριακά οδηγούσε στην ενίσχυση του ΛΑΟΣ.

Συνολικά η μετατόπιση του πολιτικού διακυβεύματος από τα ζητήματα οικονομικής κρίσης, στα ζητήματα νόμου, τάξης, ηθικής ακόμα και αν συγκυριακά θίγει την Ν.Δ. μεσοπρόθεσμα διαμορφώνει μία ευνοϊκή εξέλιξη για το συνασπισμό εξουσίας αλλά ακόμα και για το κυβερνητικό κέντρο.

Έτσι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν είναι σε κάθε περίπτωση δεδομένη. Ακόμα και αν η θέση της κυβέρνησης εξακολουθεί να είναι ασταθής είναι δεδομένο ότι θα επιχειρήσει να μετατοπίσει την πολιτική της στρατηγική σε συντηρητικότερη κατεύθυνση. Κεντρικό στοιχείο της πολιτικής στρατηγικής της θα αποτελέσουν τα ζητήματα νόμου και τάξης ώστε να συσπειρώσει ένα ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ. Μικρότερο ρόλο θα παίξουν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα που θα έχει προεκλογικό χαρακτήρα οι οικονομικές ρυθμίσεις που θα αφορούν στα μικροαστικά και εργατικά στρώματα. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει μία φυγή προς τα εμπρός ώστε να πείσει τα τμήματα της άρχουσας τάξης ότι μπορεί να εγγυηθεί τη συνέχεια της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης αποφασιστικότερα από ότι το ΠΑΣΟΚ, κυρίως αυτό θα γίνει με τη συνέχιση της ίδιας οικονομικής πολιτικής και όχι με μεγάλες τομές.

Άλλωστε στη σημερινή συγκυρία της κρίσης η ταξική πάλη διεξάγεται μονόπλευρα από την πλευρά του κεφαλαίου στους χώρους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, (απολύσεις, ελαστικοποίηση, περικοπές αμοιβών, εντατικοποίηση της εργασίας) και για αυτό απαιτείται περισσότερο η ανοχή – εγγύηση του κυβερνητικού κέντρου σε σχέση με την ενεργητική του παρέμβαση.

Η πολιτική στρατηγική του κυβερνητικού κέντρου και του συνασπισμού εξουσίας καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνη για συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και κοινωνικά ρεύματα. Αντίστοιχα η πόλωση της πολιτικής σκηνής σε σχέση με την περίοδο 2007 – 2008 θα συμπιέσει το ειδικό βάρος της αριστεράς έναντι του ΠΑΣΟΚ, αν συνεχίσει την ίδια πολιτική εκλογικισμού και ενσωμάτωσης εντός των ορίων που θέτει το σύστημα.

Η υποχώρηση της αριστεράς

Η υποχώρηση της αριστεράς είναι αναμφίβολη και σε ποσοστιαίο επίπεδο κυρίως όμως σε επίπεδο εκλογικής επιρροής. Οι αιτίες αυτής της πτώσης δεν είναι μονοσήμαντες. Βασίζονται σε πραγματικές κοινωνικές διεργασίες που συμπιέζουν τις θέσεις των εργαζόμενων στρωμάτων στους χώρους εργασίας, αλλά και στην άνοδο σε τμήματα μικροαστικών στρωμάτων συντηρητικών ιδεολογημάτων. Σχετίζονται επίσης και με την ίδια την αντιφατική πολιτική και ιδεολογική πρακτική της αριστεράς. Οσο οι σχηματισμοί της αριστεράς δεν μπορούν να απαντήσουν επαρκώς στις αστικές στρατηγικές τόσο αυτή η οριοθέτηση εντείνεται

Ιδιαίτερα πρέπει κανείς να σταθεί στην υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι παράγωγο της θέσης του στην πολιτική σκηνή και του τρόπου συγκρότησής του, αλλά και της «αριστερόστροφης» στάσης που κράτησε την τελευταία διετία. Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία διετία επιχείρησε να εκπροσωπήσει πολιτικά και εν μέρει να ενσωματώσει τα σημαντικά κοινωνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στους χώρους της νεολαίας. Αυτό σε μία πρώτη φάση του έδωσε μία δυναμική, η οποία συνέπεσε με την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας μετά τις εκλογές του 2007. Η σύμπτωση αυτών των δύο παραγόντων, αλλά και η προσπάθεια κέντρων εξουσίας συνδεδεμένων με το κυβερνητικό κέντρο να ελέγξουν μεσοπρόθεσμα τις πολιτικές εξελίξεις, του έδωσαν τη δημοσκοπική ώθηση.

Η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, που εξακολουθούσε να έχει αριστερό πρόσημο, τα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, που πόλωσαν την κοινωνική σκηνή, το γεγονός ότι η σχέση του με αυτά τα κοινωνικά στρώματα παρέμεινε μία σχέση έμμεσης εκπροσώπησης δια των ιδεολογικών μηχανισμών και δεν μετασχηματίσθηκε σε πολιτικό οργανωτική σχέση αλλά και οι αντιφάσεις της πολιτικής στρατηγικής του διαμόρφωσαν το υπόστρωμα για τη ραγδαία αποκλιμάκωσή του.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός των πολλαπλών αντιφάσεων μεταξύ πολιτικών στρατηγικών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ανανεωτικών / αριστερού ρεύματος / άκρας αριστεράς καθώς και των αντιφάσεων μεταξύ της ιστορικής κοινωνικής του βάσης / κοινωνικού ακροατηρίου του και της πολιτικής του γραμμής. Σημαντικό τμήμα της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ διά του Συνασπισμού, αποτελούν τα ανώτερα ή και μέσα μικροαστικά στρώματα, ενώ σε επίπεδο κόμματος, διαχρονικά σημαντικό βάρος έχουν οι οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης που κινούνταν σε εκσυγχρονιστική αστική κατεύθυνση. Οι αντιφάσεις στο εσωτερικό των διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών και μεταξύ των πολιτικών στρατηγικών, και τμήματος της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε σε πολλές παλινδρομήσεις, (στάση το Δεκέμβρη, στάση στη ΠΟΣΔΕΠ, στάση στο συνδικαλιστικό κίνημα κ.λ.π.) αλλά και στην αποστοίχιση τμήματος της παραδοσιακής κοινωνικής εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ. Η μαζική υπερψήφιση άλλων ψηφοδελτίων (π.χ. οικολόγοι πράσινοι) από τμήματα της κοινωνικής βάσης του Συνασπισμού που επηρεάζονταν από την «ανανεωτική» πτέρυγα δεν ήταν μόνο μία οργανωμένη κίνηση που έδινε μία απάντηση στην οριοθέτησή της στο ευρωψηφοδέλτιο αλλά επίσης μία αντανακλαστική κίνηση αυτών των κοινωνικών στρωμάτων.

Όχι αμελητέο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έπαιξαν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους και τα κέντρα εξουσίας, που επιδίωκαν την οριοθέτηση ενός πολιτικού κόμματος που έστω και με αντιφάσεις επεδίωξε να εκφράσει στην κεντρική πολιτική σκηνή ρεύματα της νεολαίας και των πληβειοποιημένων εργαζόμενων.

Το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα εντείνει τις αντιφάσεις και του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ και δημιουργεί κραδασμούς στο εσωτερικό του. Αναδεικνύεται έτσι η λανθασμένη στρατηγική των συνιστωσών που προέρχονται από την άκρα αριστερά ως προς την άκριτη ενσωμάτωσή τους σε αυτό τον πολιτικό σχηματισμό, και την προσπάθεια τους για άμεση και με εκβιαστικούς όρους εκτίναξη στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κατά αυτό τον τρόπο, υποτίμησαν και το χαρακτήρα των πολιτικών στρατηγικών στο εσωτερικό του ΣΥΝ, το είδος των στρωμάτων που εκπροσωπούσε κοινωνικά αλλά και τις δυσκολίες που έχει η παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή. Σε τελική ανάλυση για την ριζοσπαστική αριστερά η παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή κρίνεται από την ανάπτυξη δεσμών με τις λαϊκές μάζες μέσα από την παρέμβαση στα κοινωνικά μέτωπα.

Το ΚΚΕ παρά το ρόλο του και τη σχετική αποδοχή του από το πολιτικό σύστημα την περίοδο του Δεκέμβρη, εισέπραξε φθορά οφειλόμενη σε δύο παράγοντες. Τη γενικότερη πίεση που ασκεί η στρατηγική του κεφαλαίου, αποδιοργανώνοντας την πολιτική έκφραση των λαϊκών τάξεων προς τα αριστερά, αλλά και τα αποτελέσματα της στάσης του ενάντια στο κοινωνικό κίνημα του Δεκέμβρη. Το ΚΚΕ το επόμενο χρονικό διάστημα θα αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των εντάσεων που παράγει η πολιτική στρατηγική του.

Η οριοθέτηση σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα από τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς, η ενσωμάτωση όψεων της συντηρητικής ιδεολογίας όπως την περίοδο του Δεκεμβρίου, είχαν σαν αποτέλεσμα ένα σαφές εκλογικό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν και ο άμεσος πολιτικός του στόχος. Ωστόσο μεσοπρόθεσμα θα μεταφέρει αντίστοιχες πιέσεις στην ιδιαίτερη πολιτική του στρατηγική, που θα σχετίζονται με την αδυναμία ανάπτυξης πολιτικών και κοινωνικών παρεμβάσεων που να στοιχίζουν λαϊκές μάζες και να αλλάζουν το συσχετισμό δυνάμεων και τον διεμβολισμό του κοινωνικού ακροατηρίου του -συνέπεια της πολιτικό ιδεολογικής του στρατηγικής – από συντηρητικές πολιτικές αντιλήψεις.

Η άνοδος της ακροδεξιάς

Η άνοδος του ΛΑΟΣ και των υπόλοιπων ακροδεξιών πολιτικών κινήσεων, έρχεται ως αντίβαρο του κοινωνικού κινήματος των τελευταίων χρόνων και ιδιαίτερα, των κινητοποιήσεων του Δεκεμβρίου. Απαντά επίσης από συντηρητική αντιδραστική σκοπιά στην υποβάθμιση των συνθηκών ζωής, μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων στις μεγάλες πόλεις και την πίεση που εισπράττουν από την οικονομική κρίση.

Σχηματικά η κοινωνική βάση του ΛΑΟΣ, προέρχεται κυρίως από τις μεγάλες πόλεις – η Ν.Δ. διατηρεί την εμβέλεια της στα αντιδραστικά κοινωνικά στρώματα της υπαίθρου και στους ηλικιωμένους – είναι μικροαστικής ταξικής ένταξης, σχετικά νέας ηλικίας από 25 – 45 και ανδρικού φύλου. Αποτελείται δηλαδή από κοινωνικά στρώματα τα οποία είναι ευεπίφορα στην πρόσληψη εκσυγχρονισμένων αντιδραστικών ιδεολογημάτων.

Δεν πρέπει να αποσυνδέσουμε αυτή τη σχετική ισχυροποίηση από τις πολιτικό ιδεολογικές επιδράσεις που είχε το κίνημα του Δεκεμβρίου, σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα αλλά και τις επιπτώσεις που έχει σε πολιτικό ιδεολογικό επίπεδο, η σχετική αποδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής σε συνοικίες του κέντρου των πόλεων, στο φόντο της κρίσης. Και οι δύο αυτές διαδικασίες προσλαμβάνονται πιο έντονα από αυτά τα στρώματα και η εμβέλειά τους διογκώνεται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και τα κέντρα εξουσίας τα οποία συντεταγμένα κινήθηκαν για να συγκροτήσουν πολιτικό ιδεολογικά αναχώματα ως προς την κρίση νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας που αναδείχθηκε το Δεκέμβρη του 2008.

Το κίνημα του Δεκεμβρίου δημιούργησε σε μία πρώτη φάση σοβαρούς κλυδωνισμούς ως προς τη διαχείρισή του στα κέντρα εξουσίας και του πολιτικούς μηχανισμούς. Επρόκειτο για ένα μαζικό κίνημα της εκπαιδευόμενης νεολαίας, των πληβειακά νέων εργαζομένων, στο οποίο συμμετείχαν πολλοί μετανάστες και το οποίο ανέπτυξε μαζικές συγκρουσιακές πρακτικές. Στις συνθήκες της κρίσης δημιούργησε σοβαρά ερωτηματικά στις αστικές τάξεις σε διεθνές επίπεδο. Η έκταση και η ένταση του κινήματος αυτού από ένα σημείο και μετά προκάλεσε αναταράξεις και φοβίες σε μια σειρά μικροαστικά στρώματα. Η ανασυγκρότηση και διεύρυνση της ιδεολογικής ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας αλλά και του συντηρητικού μπλοκ, αξιοποιεί αυτές τις εξελίξεις. Ηδη η ενίσχυση του ΛΑΟΣ μετά τον Δεκέμβρη, και η προβολή της πολιτικό ιδεολογικής του θεματολογίας ήταν συστηματική από τους βασικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς που εκλαϊκεύουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Ετσι το ΛΑΟΣ, μαζί με άλλους μηχανισμούς αξιοποιείται για την αντιστροφή της πολιτικής συζήτησης και πρακτικής που άνοιξε τα τελευταία τρία χρόνια από τα κινήματα της νεολαίας. Λειτουργεί επίσης ως ανάχωμα σε σχέση με την μετατόπιση παραδοσιακών ψηφοφόρων της Ν.Δ. προς άλλους πολιτικούς χώρους.

Αντίστοιχη και άμεση ήταν η αξιοποίηση της Χ.Α από τους σκληρούς πυρήνες των κρατικών μηχανισμών. Σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στο παρελθόν, η φασιστική της δράση ήταν ανοιχτή, ενώ επιχειρήθηκε από τους σκληρούς πυρήνες των κρατικών μηχανισμών να αξιοποιηθεί για την φθορά ριζοσπαστικών πολιτικών ρευμάτων αλλά και για την εγκατάσταση των ρατσιστικών- ξενοφοβικών ιδεολογικών αντιλήψεων στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης. Ετσι ή Χ.Α. προβλήθηκε από τα λαϊκά ΜΜΕ, (π.χ. συγκεντρώσεις των «επιτροπών κατοίκων» σε Ομόνοια, Αγ. Παντελεήμονα,) ενώ λειτούργησε από κοινού με τους σκληρούς πυρήνες των κατασταλτικών μηχανισμών (επιθέσεις σε μετανάστες, εφετείο, τραμπουκισμοί απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.λ.π.) από τους οποίους τροφοδοτήθηκε και εκλογικά σε σημαντικό βαθμό.

Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας.

Μέσα από τα εκλογικά αποτελέσματα, αναδεικνύεται το γενικότερο πολιτικό ζήτημα του πως εισπράχθηκε η κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη, αλλά και η οικονομική κρίση από τα στρώματα που εκφράσθηκαν εκλογικά. Φαίνεται ότι ένα σημαντικό τμήμα των στρωμάτων που αντιμετώπισε ευνοϊκά ή ακόμα περισσότερο συμμετείχε σε αυτές τις κοινωνικές διεργασίες δεν συμμετείχε στις εκλογές για μια σειρά πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους. Από την άλλη πλευρά ευρύτερα στρώματα ακόμα και λαϊκής μικροαστικής σύνθεσης, θεώρησαν εν μέρει την κοινωνική έκρηξη της νεολαίας αλλά και τους μετανάστες ως απειλή ιδιαίτερα στο έδαφος της οικονομικής κρίσης. Τα στρώματα αυτά δεν είναι πλειοψηφικά για αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για μία γενικότερη συντηρητική στροφή, ωστόσο εκφράστηκαν σχετικά μαζικά μέσα από αυτές τις εκλογικές διαδικασίες, ενώ η συντεταγμένη μετατόπιση της πολιτικής συζήτησης, από το κυβερνητικό κέντρο και τους πολιτικό ιδεολογικούς μηχανισμούς στα ζητήματα νόμου και τάξης μπορεί να παράγει αν δεν αντιμετωπιστεί πρακτικά ζητήματα γενικότερης συντηρητικής στροφής.

Η πολιτική παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Το αποτέλεσμα του ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταρχήν δεν είναι καταστροφικό, χωρίς να είναι θετικό, μπορεί να επιδράσει σταθεροποιητικά για το εγχείρημα.

Αν εξεταστεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα δεν συνιστά ούτε μπορεί να αποτελέσει επαρκή βάση για την παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη κεντρική πολιτική σκηνή. Οι 22.000 ψήφοι μπορεί να είναι οι περισσότεροι σε αριθμό και να αντιστοιχούν στο υψηλότερο ποσοστό που έχει λάβει σχηματισμός της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά εξακολουθούν στο ίδιο βαθμό με το παρελθόν να είναι αναντίστοιχοι με την κοινωνική της εμβέλεια σε μια σειρά χώρους και πολιτικά μέτωπα. Ακόμα περισσότερο το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αντιστοιχεί, στον τρόπο που η ίδια η άκρα αριστερά και οι επιμέρους συνιστώσες της αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κοινωνικό τους ρόλο.

Το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να μας κάνει να σταθούμε με μεγαλύτερη ενάργεια πάνω στην ανάγκη οικοδόμησης της πολιτικής ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, την απαίτηση της ανάπτυξης μακροπρόθεσμων πολιτικό οργανωτικών σχέσεων με τα κοινωνικά στρώματα που θέλει να εκπροσωπήσει σε χώρους εργασίας, σε χώρους νεολαίας και σε τοπικό επίπεδο. Κυρίως στην ανάγκη για την διαμόρφωση και ανάπτυξη πολιτικό ιδεολογικού λόγου και πρακτικής που να αφορά μαζικά κοινωνικά στρώματα.

Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσε σίγουρα να είναι καλύτερο, αν είχε συγκροτηθεί πιο έγκαιρα, αν είχε αναλάβει συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες, αν είχε αναπτύξει ένα πολιτικό λόγο, επιχειρήματα και συνθήματα που να μιλάνε περισσότερο στο μέσο εργαζόμενο των κοινωνικών στρωμάτων που αναφέρεται.

Στις αδυναμίες που παρουσίασε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκαταλέγονται :

  1. Η κατά πολύ καθυστερημένη συγκρότηση της. Ενώ ήδη μετά τις εκλογές του 2007 είχαν διαμορφωθεί οι όροι, για την πολιτική σύγκλιση και ενώ οι βασικές πολιτικές δυνάμεις είχαν πλειοψηφικά τοποθετηθεί ήδη από τον Ιούλιο του 2008 θετικά σε αυτή την κατεύθυνση, η συγκρότηση του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έγινε στα τέλη του Μάρτη του 2009, μόλις δύο μήνες πριν τις ευρωεκλογές. Χάθηκε κατά αυτό τον τρόπο εξαιρετικά πολύτιμος χρόνος, αλλά και μία ιδιαίτερη κρίσιμη πολιτική περίοδος πυκνή σε πολιτικά γεγονότα, όπως το κίνημα του Δεκέμβρη, ο συντονισμός σωματείων για την Κούνεβα κ.λ.π. Μία συντονισμένη παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτό το χρόνο θα διαμόρφωνε επιπλέον δυναμική. Ακόμα και μετά την μαζική συγκέντρωση του Σπόρτιγκ, εξαντλήθηκε μέρος αυτής της δυναμικής. Χρειάστηκαν δύο μήνες συζητήσεων για να οριστικοποιηθεί η συγκρότηση του ΑΝΤΑΡΣΥΑ – και αυτό κάτω από πίεση και εντάσεις – παρά το γεγονός ότι ήδη από το κείμενο εισήγησης του Σπόρτιγκ, είχαν προκύψει βασικές πολιτικό ιδεολογικές συμφωνίες.
  2. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένας συνολικός πολιτικός προσανατολισμός για τη διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προς κοινωνικό πολιτικούς χώρους που δεν ταυτίζονταν με τις οργανώσεις που συμμετείχαν σε αυτήν και τους στενούς πυρήνες της άκρας αριστεράς. Αυτό αντακλάτο και στη συζήτηση για τη συγκρότηση του ψηφοδελτίου, όπου οι προτάσεις για την ισχυρή παρουσία του ανένταχτου δυναμικού και ιδιαίτερα προσώπων που να συμβολίζουν αγωνιστικά μέτωπα της περιόδου, όπως και με δυνατότητες επίδρασης σε άλλες τάσεις της αριστεράς αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη και με καθυστέρηση. Ετσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατάφερε στη συγκρότηση του ψηφοδελτίου να συμπεριλάβει αγωνιστές που να συμβολίζουν ένα περαιτέρω πολιτικό άνοιγμα από αυτό των οργανώσεων ή των ήδη οργανικά ενταγμένων σε αυτήν ανεξάρτητων αγωνιστών. Η στάση αυτή αντανακλά και ένα διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό σε σχέση με το βαθμό που η υφιστάμενη άκρα αριστερά μπορεί να αποτελέσει και την αποκλειστική βάση για την διαμόρφωση ενός αντικαπιταλιστικού ρεύματος. Εκτιμούμε ότι αποτέλεσε λάθος η καθυστέρηση και η υποχωρητικότητα απέναντι σε τέτοιες στάσεις.

    Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας.

  1. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο σύντομο χρονικό διάστημα που μπόρεσε να διεξάγει μία πολιτική παρέμβαση για τις ευρωεκλογές, επί της ουσίας μόλις για τρεις βδομάδες, μετά την συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου, δεν κατάφερε να επικεντρωθεί σε ορισμένα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα. Εκτιμάμε ότι ένα βασικό ζήτημα στο οποίο δεν παρενέβη με επαρκή τρόπο ήταν το αυτό της ίδιας της Ε.Ε. Αντί να διεξάγει μία καμπάνια που να αναπτύσσει το ρόλο της Ε.Ε σε πρακτικό επίπεδο και να καταλήγει σε ένα πρακτικό αίτημα της εξόδου της Ελλάδας από την Ε.Ε. απέφυγε να θέσει αυτό το αίτημα με σαφήνεια, το έθεσε με συγκεχυμένο τρόπο συνδέοντάς το μάλιστα ευθέως με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ομως το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε. είναι ένα ζήτημα πολιτικής φυσιογνωμίας που θέτει διαχωρισμούς σε πολιτικές στρατηγικές στο εσωτερικό της αριστεράς, έχει πρακτική αξία για τις λαϊκές τάξεις ενώ μπορεί να οξύνει τις αντιφάσεις άλλων πολιτικών ρευμάτων της αριστεράς. Και σε αυτό το ζήτημα υπήρξε υποχωρητικότητα απέναντι
  2. σε πολιτικές τάσεις ή και πολιτικές αντιλήψεις που έχουν μία διαφορετική οπτική.
  3. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ανέλαβε εκείνες τις πολιτικές πρωτοβουλίες που να αναδεικνύουν τη φυσιογνωμία της αλλά και να αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά ενότητας έναντι των επιμέρους συνιστωσών. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν προχώρησε η πρόταση για τη οργάνωση διημέρου με θέμα Ε.Ε. και καπιταλιστική κρίση με προσκεκλημένους διανοούμενους της διεθνούς αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Μία τέτοια ημερίδα λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές θα βοηθούσε την προβολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και θα δημιουργούσε όρους πολιτικής συζήτησης και με άλλους χώρους της αριστεράς. Αντί για αυτό από ορισμένες συνιστώσες προκρίθηκαν κομματικές δραστηριότητες λίγες μόνο μέρες ή βδομάδες πριν τις εκλογές που αποτελεί δείκτη της υποτίμησης της εκλογικής παρέμβασης.
  4. Η πολιτική φυσιογνωμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως αποτυπώθηκε σε όλο το προεκλογικό υλικό, είχε έναν χαρακτήρα που δεν αντιστοιχεί στην πολιτικό ιδεολογική συγκυρία . Οι ίδιες οι πολιτικές συμφωνίες όπως καταγράφονταν στα προγραμματικά κείμενα, εμφανίζονταν αρκετά προωθημένες. Ωστόσο από ορισμένες συνιστώσες κρίθηκε απαραίτητο, αυτό να αποτυπώνεται και σε όλα τα κείμενα μαζικής παρέμβασης. Ετσι ο πολιτικός λόγος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμα και τον άμεσο χρόνο πριν τις ευρωεκλογές είχε ένα εσωτερικό προσανατολισμό.

Για μία αταλάντευτη συνέχεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Παρά τα όσα αναφέρονται παραπάνω θεωρούμε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα των 22.000 ψήφων μπορεί να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο για την περαιτέρω ανάπτυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που σήμερα αποτελεί αντικειμενικά το βασικό σχήμα που μπορεί να υποστηρίξει την ανάπτυξη της πολιτικής πρακτικής της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Στα θετικά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκαταλέγονται ότι ήταν η μόνη δύναμη της αριστεράς που την περίοδο των εκλογών τόλμησε να παρέμβει (αν και με αντιφάσεις) με ένα μαζικό - για τα δικά της δεδομένα- τρόπο σε μια σειρά ζητήματα όπου η παραδοσιακή αριστερά απουσίαζε. Επιχείρησε να συγκροτήσει μία παρέμβαση με άξονα σωματεία και ομοσπονδίες, την πρωτομαγιά όταν η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ, με τη συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ, επεδίωξε την εκτόνωση, και το ΠΑΜΕ – ΚΚΕ, την κομματική περιχαράκωση. Συγκρότησε αντιρατσιστικές παρεμβάσεις (πορεία 9 Μάη και σε τοπικό επίπεδο, Αγ. Παντελεήμονας, Ν. Ιωνία) ενώ ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που υποστήριξε τις κινητοποιήσεις των μουσουλμάνων μεταναστών, λίγες μέρες πριν τις εκλογές.

Το πιο σημαντικό κεκτημένο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε σχέση με την προεκλογική της παρέμβαση ήταν ότι έκανε μία ορισμένη πολιτική δουλειά στις εκλογές με συστηματικότητα και συνέπεια τις τελευταίες βδομάδες. Μπορεί η παρέμβαση αυτή με τις δεκάδες εκδηλώσεις σε συνοικίες και πόλεις να συσπείρωσε μόνο το πολιτικό δυναμικό, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όμως την κατέστησε γνωστή και σε άλλους εργαζόμενους στους χώρους της αριστεράς. Κυρίως διαμόρφωσε ένα στυλ πολιτικής παρέμβασης, αποκεντρωμένο, δικτυωμένο σε πολλές συνοικίες, με επίκεντρο τη συζήτηση πολιτικών και στρατηγικών ζητημάτων που μπορεί να αποτελέσει το μοντέλο και για την δουλειά σε τοπικούς και εργασιακούς χώρους αλλά και για το άνοιγμα μία συζήτησης από τα κάτω η οποία να αφορά και τους εργαζόμενους που επηρεάζει η υπόλοιπη αριστερά.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες για την παρέμβαση σε βασικά κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα της περιόδου. Κατά την άποψή μας τρία είναι τα ζητήματα που πρέπει να αναδείξει και να κινηθεί με συντονισμένο τρόπο

  1. Το ζήτημα της καταστολής – πειθάρχησης. Υποσύνολο αυτού του ζητήματος αποτελεί και το ζήτημα του ρατσισμού και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκομμένα από το ζήτημα της ευρύτερης καταστολής και της ανάδειξης αντιδραστικών ιδεολογημάτων, ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί στη βάση μόνο του αστικού ανθρωπισμού (της αλληλεγγύης στους μετανάστες ως ανθρώπινα όντα). Πρέπει να αναδειχθεί το γεγονός ότι με αφορμή την κατασταλτική διαχείριση των μεταναστών οργανώνεται επίθεση απέναντι στις λαϊκές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα κυρίως της νεολαίας αλλά και τμημάτων της εργατικής τάξης. Όπως επίσης ότι στην πλειοψηφία τους οι μετανάστες αποτελούν τα πιο υπερεκμεταλλευόμενα τμήματα της ελληνικής εργατικής τάξης, και ότι η παρουσία τους αυτές τις δεκαετίες συνέβαλλε στην οικονομική ανάπτυξη αλλά και σε τελική ανάλυση στην βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου μετώπου απέναντι στην κατασταλτική διαχείριση αλλά και στην άνοδο των αντιδραστικών ιδεολογημάτων, είναι κρίσιμο ζήτημα για την αντικαπιταλιστική αριστερά, διότι αφορά άμεσα στην ανάπτυξη των δικών της πολιτικών πρακτικών. Μία ευρύτερη εμπέδωση των κατασταλτικών πρακτικών όπως αυτή που σχεδιάζει η κυβέρνηση (ιδιώνυμα για τις κουκούλες, περιύβριση αρχής, γενίκευση της λειτουργίας των καμερών, περιορισμός ασύλου, περιορισμός διαδηλώσεων) ώστε να σταθεροποιήσει την παρουσία της έναντι του συνασπισμού εξουσίας, επιδρά το σύνολο των πολιτικό ιδεολογικών πρακτικών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Στο βαθμό που υπάρξει αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να αναπτύξει ένα μαζικό κοινωνικό μέτωπο απέναντι σε αυτά τα μέτρα τότε θα υπάρξει σοβαρή οριοθέτηση της πολιτικής της πρακτικής αλλά και τάσεις εσωτερικής της αναδίπλωσης. Μία τέτοια πολιτική προσπάθεια δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ούτε μόνο σε κεντρικές πολιτικές παρεμβάσεις. Είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός κοινωνικού μετώπου το οποίο να αναπτύσσεται και σε κοινωνικούς χώρους και σε τοπικό επίπεδο, σε συντονισμό εφόσον είναι δυνατό με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς αλλά ακόμα σε επίδραση στον λαϊκό κόσμο που επηρεάζει το ΠΑΣΟΚ.
  2. Το μέτωπο αντίστασης στην επιδείνωση των συνθηκών στους χώρους δουλειάς, με τις απολύσεις, την καθήλωση των αμοιβών και την εντατικοποίηση της εργασίας. Και σε αυτό το ζήτημα οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει να ξεκινήσουν μία πλατιά καμπάνια που να αναπτύσσεται σε κοινωνικούς χώρους και σε τοπικό επίπεδο, να αξιοποιούν τα συνδικάτα, αλλά και μορφές όπως οι επιτροπές αγώνα έτσι ώστε να οικοδομείται αρχικά ένα ιδεολογικό μέτωπο απέναντι στις τάσεις αναδιάρθρωσης. Παράλληλα πρέπει να επιλεγούν συγκεκριμένοι εργασιακοί χώροι που βρίσκονται στην αιχμή της επίθεσης του κεφαλαίου, ή όπου υφίστανται οι δυνατότητες για την οικοδόμηση αντιστάσεων, που να αλλάζουν τους συσχετισμούς. Χώροι, όπως της εκπαίδευσης, ή οι ΔΕΚΟ, ή οι Α.Ε. του δημοσίου, αλλά και εργασιακοί χώροι που αντιμετωπίζουν το φάσμα μαζικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα.
  3. Το τρίτο μέτωπο στο οποίο πρέπει να παρέμβει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αυτό της καπιταλιστικής διαχείρισης του χώρου και της οικολογικής κρίσης. Στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης εντείνονται οι δομικές τάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για την διαρκή και άναρχη επέκταση των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων πάνω στο φυσικό χώρο. Οι πιέσεις για την καπιταλιστική αξιοποίησή του, με καταστροφικές συνέπειες σε αυτή τη φάση θα οξύνονται. Πρόκειται για ένα μέτωπο όπου υπάρχουν οι δυνατότητες για πλατιές λαϊκές συσπειρώσεις, για την ανατροπή συγκεκριμένων πολιτικών και επιλογών του κεφαλαίου το οποίο αφορά άμεσα τις συνθήκες ύπαρξης και διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων και μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών.

Για το χαρακτήρα και τις πολιτικό οργανωτικές δομές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να δώσει έμφαση, στην εμβάθυνση της πολιτικής της ενότητας και της πολιτικής παρέμβασης το επόμενο χρονικό διάστημα. Ωστόσο οι διαδικασίες αυτές δεν μπορούν να εξελιχθούν μόνο στο έδαφος της δικιάς της ιδιαίτερης συγκρότησης. Τα μέτωπα τα οποία περιγράψαμε παραπάνω αλλά και η πολιτική συγκυρία, απαιτούν την κοινή δράση και με άλλες δυνάμεις της άκρας αλλά και της ρεφορμιστικής αριστεράς, ακόμα και την διερεύνηση των δυνατοτήτων κοινής πολιτικής παρέμβασης σε επιμέρους χώρους με ορισμένες συνιστώσες της άκρας αριστεράς.

Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συντονίσουν καλύτερα τη δράση τους στο σύνολο των χώρων και των μετώπων που περιγράψαμε παραπάνω και να ενισχύσουν την κοινή πολιτικό ιδεολογική τους πρακτική. Αυτό όμως δε σημαίνει τη συγκρότηση σχημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλους τους χώρους ούτε καν την επέκταση του επιτυχημένου μορφώματος των ΕΑΑΚ παντού. Αντίθετα σημαίνει την δράση από κοινού (μέσα από κοινές συσπειρώσεις σε όλους τους χώρους) αλλά και την διατήρηση και την διεύρυνση ευρύτερων κοινωνικό πολιτικών συσπειρώσεων σε μια σειρά πεδία (εκπαιδευτικοί, μηχανικοί, συντονισμό σωματείων, σε τοπικό επίπεδο κ.λ.π.) όπου η κοινωνικό πολιτική συγκυρία διαμορφώνουν αυτή την ανάγκη, και οι αντιφάσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς,, παρέχουν αυτή τη δυνατότητα.

Η ίδια η σταθεροποίηση και η ανάπτυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι μία πολύπλοκη διαδικασία, που θα εμπλουτίζεται, από την παρέμβασή της στα κοινωνικό πολιτικά μέτωπα, απαιτεί όμως αυτοτελή πολιτικά βήματα. Η ίδια η συγκυρία αναδεικνύει αντιφατικές στρατηγικές και αναγνώσεις της πραγματικότητας στους χώρους της αριστεράς.

Υφίστανται πολιτικές δυνάμεις που εμμένουν σε μία λογική συγκρότησης και περιχαράκωσης γύρω από μάξιμουμ προγράμματα και πλήρεις πολιτικό ιδεολογικές συμφωνίες. Από αυτές τις πολιτικές τάσεις ερμηνεύεται το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα για την αριστερά ή και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως αποτέλεσμα της αδυναμίας εμβάθυνσης του πολιτικού προγράμματος και του ανατρεπτικού προτάγματος στις συνθήκες της κρίσης. Υπάρχουν άλλες πολιτικές αντιλήψεις όπως στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, που με παραλλαγές και διαφορετική έμφαση, εκτιμάνε ότι η αριστερή πολιτική στροφή του σχήματός τους, δεν βρήκε απήχηση στα λαϊκά στρώματα και άρα πρέπει να υπάρξει μία πολιτική αναδίπλωση.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει σταδιακά να αποκτήσει μία σχετική πολιτική αυτοτέλεια από τις οργανώσεις που την αποτελούν. Να μετασχηματιστεί μεσοπρόθεσμα από μία συνεργασία οργανώσεων της άκρας αριστερά σε ένα πολιτικό κοινωνικό μέτωπο – συσπείρωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Δύο ζητήματα έχουν σημασία σε αυτή την κατεύθυνση και δεν πρέπει να υποτιμάται το ένα έναντι του άλλου. Οι διαδικασίες εμβάθυνσης της πολιτικό ιδεολογικής ενότητας και της ενίσχυσης της δημοκρατικής οργάνωσης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να δώσει έμφαση και στις δύο κατευθύνσεις ιδιαίτερα η δεύτερη χωρίς την πρώτη είναι χωρίς περιεχόμενο στο περίπλοκο τοπίο της ελληνικής άκρας αριστεράς.

Για αυτό και η πολιτική σταθεροποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα προχωράει στο βαθμό που χωρίς να υπάρχει αναίρεση των ιδιαίτερων ιδεολογικών ρευμάτων θα υφίστανται πολιτικό ιδεολογικές συγκλίσεις και κυρίως θα ενισχύεται από εκείνα τα πολιτικό ιδεολογικά ρεύματα που θα μπορούν να επιτυγχάνουν αυτές τις συγκλίσεις.

Σύμφωνα με τα παραπάνω με χρονικό ορίζοντα από το φθινόπωρο και μετά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ

    • Πρέπει να επιδιώξει την ενεργοποίηση της πολιτικό ιδεολογικής συζήτησης κατ αρχήν στο εσωτερικό της αλλά όχι μόνο. Μία πρωτοβουλία η οποία θα μπορούσε να αναληφθεί θα ήταν η διεξαγωγή διημέρου προς τα μέσα του φθινοπώρου με θεματολογία α) ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός πολιτική και κοινωνική συγκυρία β) κρίση – εργατική τάξη – λαϊκά στρώματα – εργατικό κίνημα. Μία τέτοια πρωτοβουλία δεν θα αφορούσε μόνο μία στενή συζήτηση πολιτικών στελεχών και «διανοούμενων» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα πρέπει να ανοίγεται σε επίπεδο κοινωνικού και συνοικιακού χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου να αναπτύσσονται παρεμβάσεις με τη μορφή προσυνεδριακού διαλόγου και μαζικών συμμετοχών στις συζητήσεις. Ανάλογα επίσης και με τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει ανένταχτο και οργανωμένο δυναμικό που τοποθετείται στα αριστερά αυτού του σχηματισμού. Η σταδιακή έκδοση των παρεμβάσεων πριν και μετά την διεξαγωγή του διημέρου θα βοηθούσε στην διάχυση της συζήτησης στο σύνολο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και σε ένα ευρύτερο πολιτικό ακροατήριο.
    • Μετά από μία τέτοια πρωτοβουλία πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα δημιουργίας περιοδικού έντυπου – εφημερίδας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα κυκλοφορεί σε περιοδική βάση και θα αποτελεί εργαλείο μαζικής προπαγάνδας του ρεύματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στους κοινωνικούς χώρους και τα κινήματα αλλά και διάχυσης της πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό της.
    • Η λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να σταθεροποιείται και να αναπτύσσεται μέσα από τις αυτοτελείς πολιτικές της λειτουργίες, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη επιτροπών βάσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωτίστως σε τοπικό αλλά και σε κλαδικό επίπεδο..
    • Από την επόμενη χρονιά και σε συνάρτηση με τις πολιτικό ιδεολογικές συγκλίσεις και τις κοινές πρωτοβουλίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να αποκτήσει μέλη, ανεξάρτητα αν είναι ανένταχτοι ή οργανωμένοι αγωνιστές. Τα μέλη θα πρέπει κατ αρχήν να κατανέμονται σε επιτροπές βάσης, σε τοπικό, κλαδικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνικού χώρου, θα μπορούν να δραστηριοποιούνται πολιτικά σε περισσότερο από μία επιτροπές εφ όσον το επιθυμούν αλλά θα συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων ή στην εκλογή οργάνων μόνο σε μία που θα έχουν επιλέξει, με βάση την αρχή ένα μέλος –μία ψήφος.
    • Οι επιτροπές βάσης θα πρέπει να εκλέξουν συντονιστικά όργανα, με μικρό χρόνο υπευθυνότητας (π.χ. για έξη μήνες ή ένα χρόνο) έτσι ώστε να μην αναπαράγονται σταθερές αναλήψεις ευθυνών ή και να μην καταπνίγεται η παρουσία πολιτικών τάσεων που είτε δεν είναι οργανωτικά ισχυρές ή είναι μειοψηφικές.
    • Θα πρέπει να διαμορφώνονται τέτοιες δομές που να δίνουν τη δυνατότητα σε όλο αυτό το οργανωμένο και ανένταχτο δυναμικό το οποίο κινείται σε πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα κατακερματισμένο και με χρονικές και χωρικές ασυνέχειες να κινηθεί συντονισμένα μέσα στους κοινωνικούς αγώνες σε σύνδεση και προς τις λαϊκές μάζες και να τονίζεται ο πανελλαδικός χαρακτήρας του.
    • Από το φθινόπωρο και μετά θα πρέπει να συγκροτηθεί πανελλαδικό σώμα – συνέλευση που θα να συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, (τρίμηνο ή εξάμηνο) αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις. Το πανελλαδικό σώμα μπορεί να αποτελείται από 500 – 600 μέλη που θα εναλλάσσονται π.χ. ανά μία ή δύο πανελλαδικές συνελεύσεις. Σε μία πρώτη φάση μπορεί να συγκροτείται κατά πλειοψηφία (π.χ. κατά 80 %) από αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους των επιτροπών βάσης (τοπικών και κοινωνικών χώρων / κοινωνικών κατηγοριών) που θα εκλέγονται με βάση την απλή αναλογική με ενιαία λίστα με μία μαζική αντιπροσώπευση (π.χ. 1 εκπρόσωπος ανά πέντε μέλη) και με την δυνατότητα υπερψήφισης μικρού αριθμού (σε σχέση με τον αριθμό προς εκλογής) υποψηφίων από τα μέλη, ώστε να αντιπροσωπεύονται κατά το δυνατόν όλα τα ρεύματα αλλά και ανένταχτοι αγωνιστές. Είναι σκόπιμο επίσης όπως σε ένα αρχικό στάδιο όπως συγκροτείται (π.χ. κατά 20 %) και από εκπροσώπους των οργανώσεων που συμμετέχουν στο ΑΝΤΑΡΣΥΑ (που θα κατανέμονται είτε ισότιμα, είτε με μία εύλογη αναλογία που να συνδέεται με το πολιτικό οργανωτικό βάρος κάθε οργάνωσης). Σε μία πρώτη φάση η συμμετοχή των οργανώσεων και με εκπροσώπους σε ένα τέτοιο σώμα διευκολύνει τις μικρότερες οργανώσεις που δεν έχουν την ίδια πανελλαδική και αριθμητική δικτύωση να εκπροσωπηθούν, ενώ παράγει μία εγγύηση για την αποφυγή συνολικών αποκλεισμών. Δημιουργεί επίσης δυνατότητες για τη συμμετοχή σε μεταγενέστερο στάδιο και άλλων οργανώσεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που σήμερα δεν εντάσσονται σε αυτήν. Σε ένα δεύτερο στάδιο όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχει σταθεροποιηθεί περαιτέρω το πανελλαδικό σώμα θα μπορεί στο σύνολο του να συγκροτείται από εκπροσώπους των επιτροπών βάσης. Σταδιακή θα πρέπει να είναι και η μεταφορά αποφασιστικού χαρακτήρα αποφάσεων στις τοπικές επιτροπές και κυρίως στα πανελλαδικά σώματα από το κεντρικό συντονιστικό της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.
    • Το κεντρικό συντονιστικό του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα πρέπει από το φθινόπωρο να διευρυνθεί, (π.χ. στα 40 - 50 μέλη) να συμπεριλαμβάνει σε μεγαλύτερο βαθμό, ανένταχτο δυναμικό (π.χ. κατά το 1 / 3) και να συνδέεται ως προς τη συγκρότηση και την πολιτική κατεύθυνση του με τα αποτελέσματα των πανελλαδικών συνελεύσεων. Σταδιακά θα πρέπει να εκλέγεται από πανελλαδικό σώμα και να επανεκλέγεται και αυτό σε σχετικά εύλογο χρονικό διάστημα (π.χ. ανά έτος). Μέχρι την εκλογή του από πανελλαδικό σώμα θα πρέπει να συμμετέχουν αναλογικά εκπρόσωποι των οργανώσεων (π.χ. με μία αναλογία όπως αυτή με την συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου) και ανένταχτοι αγωνιστές που να εκφράζουν κατά προτίμηση τοπικούς και κλαδικούς χώρους.
    • Οι δομές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, (επιτροπές βάσης, Κεντρικό Συντονιστικό, Πανελλαδικό Σώμα) θα πρέπει να επιδιώκουν να λειτουργούν συνθετικά και με συναίνεση. Ωστόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να αποφασίζει σε σημαντικά ζητήματα. Μία δικλείδα ασφαλείας θα ήταν οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ισχυρή πλειοψηφία 2/3 ώστε να επιδιώκεται η συναίνεση και η σύνθεση, αλλά και να υπάρχει η δυνατότητα ισχυρού βέτο για ζητήματα τα οποία προβληματίζουν σημαντικό δυναμικό του σχήματος.
    • Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ την συγκροτούν πολλές διαφορετικές οργανώσεις και ανένταχτοι αγωνιστές, ορισμένες με διαφορετικές σε σημαντικά ζητήματα απόψεις. Φιλοδοξία της πρέπει να είναι η περαιτέρω διεύρυνση της και με άλλες οργανώσεις. Για αυτό το λόγο όλα τα βήματα που θα κάνει θα πρέπει να είναι προσεκτικά, σταθερά και σταδιακά και να διασφαλίζουν χώρο ύπαρξης και πολιτικής δράσης στις επιμέρους συνιστώσες χωρίς παράλληλα, να επιδρούν παραλυτικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρέπει να δώσει πρώτα έμφαση στην πολιτική συζήτηση και στις πολιτικές πρωτοβουλίες και μεταγενέστερα στην οργανωτική συγκρότηση της. Σε αυτά που προτείνουμε παραπάνω ένα εφικτό και εύλογο χρονοδιάγραμμα θα ήταν α) οργάνωση του διημέρου στα μέσα Οκτώβρη β) συγκρότηση των επιτροπών βάσης και εκλογή συντονιστικών επιτροπών και εκπροσώπων για το πανελλαδικό σώμα από τον Οκτώβρη μέχρι το Δεκέμβρη γ) συνεδρίαση του πανελλαδικού σώματος, χάραξης κατεύθυνσης και εκλογής κεντρικού συντονιστικού το Γενάρη του 2010 δ) πειραματική έκδοση εντύπου τον Οκτώβρη και τον Δεκέμβρη του 2009.
    • Ως προς τις πολιτικές σχέσεις που είναι δυνατόν να αναπτύξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει να επιδιωχθεί αλλά με σταθερά και σταδιακά βήματα. Σε μία πρώτη φάση, πρέπει να δοθεί έμφαση στην κοινή πολιτική δράση με άλλες δυνάμεις μέσα στα μέτωπα και πιθανότατα στην συγκρότηση κοινών πολιτικό ιδεολογικών συζητήσεων. Εάν σε αυτά τα επίπεδα αναπτυχθούν κοινές στάσεις τότε είναι δυνατόν να διερευνηθεί μία διεύρυνση του μετώπου είτε προς πολιτικές δυνάμεις, του χώρου της άκρας αριστεράς, είτε προς άλλες πολιτικές δυνάμεις ανάλογα με τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο πρέπει να είναι διαυγές, ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν αποτελεί σχήμα μίας χρήσης αλλά συνιστά αυτή τη στιγμή την πολιτική βάση, για την παρέμβαση στην πολιτική σκηνή και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, όπως και ότι οι πολιτικό ιδεολογικές συμφωνίες που υφίστανται σήμερα μπορεί να επιδέχονται τροποποιήσεις αλλά όχι δραστικές ανατροπές.



    ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

2 σχόλια:

enas είπε...

apo pou to vrikes? rotao giati auti i organosi pou ipotithetai einai kai i tetarti se kosmo stin antarsya meta apo nar, sek, aran oxi mono den exei site, alla oute ena aplo blog pou exei kai o kathe pikrammenos! pragma pou deixnei poso arpa kola organosi einai.

haridimos είπε...

Μου ήρθε με e-mail.