Η 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤικαπιταλιστικής ΑΡιστερής ΣΥνεργασίας για την Ανατροπή
έρχεται πολύ αργότερα από ό,τι προέβλεπε το καταστατικό, μετά από μία
παρατεταμένη περίοδο αμηχανίας. Ωστόσο, τα ζητήματα που πρέπει να τεθούν
παραμένουν επίκαιρα. Είναι το ζήτημα της εξουσίας. Είναι το ζήτημα των
ευρύτερων πολιτικών και κινηματικών συμμαχιών μας. Και είναι, βεβαίως,
και το ζήτημα του τι ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέλουμε, αν μας ικανοποιεί το πώς λειτούργησε ως τώρα,
αν επιμένουμε ότι η συμπόρευση των αντικαπιταλιστικών, επαναστατικών
δυνάμεων είναι μια ιστορική αναγκαιότητα και αν χρειάζεται να γίνουν
τομές ως προς την ποιοτική της αναβάθμιση.
Καταρχάς, εφόσον μιλάμε για μεταβατικό πρόγραμμα, οφείλουμε να διεκδικούμε την πολιτική εξουσία σε όλα τα επίπεδα για την υλοποίησή του, και αυτό μπορεί να περιλαμβάνει και το κυβερνητικό – κάνοντας φυσικά σαφές ότι, χωρίς οργανωμένο λαϊκό και εργατικό κίνημα, μια εργατική κυβέρνηση σύγκρουσης με το κεφάλαιο είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει. Σε αυτό το κείμενο θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι το δεύτερο ζήτημα, αυτό των συμμαχιών μας σήμερα, συνδέεται άμεσα με το τρίτο, αυτό της αναβάθμισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κατεύθυνση ενός ενιαίου, πολυτασικού φορέα.
1) Ξεκινάμε με ενστάσεις απλής λογικής: Οι Θέσεις μιλούν για «μετωπική συμπόρευση», όμως είναι κάπως περίεργο ένα μέτωπο να συμμετέχει σε ένα άλλο μέτωπο. Ή θα συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τις λογικές αυτοσυντήρησης και περιχαράκωσης και να δούμε τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν αυτό που εκ των πραγμάτων είναι, δηλαδή ρεύματα-οργανωμένες τάσεις ενός μαζικού φορέα (και να αρχίσουμε να λειτουργούμε αντίστοιχα), ή ας πούμε από τώρα, χωρίς υπεκφυγές, ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάει για διάλυση. Γιατί δεν πείθει καθόλου ότι είναι βιώσιμο ένα σχήμα οργάνωση → αντικαπιταλιστικό μέτωπο → ευρύτερο μέτωπο (με το οποίο και θα απευθυνόμαστε στο λαό). Και μόνο από πλευράς χρονικών περιορισμών αν το δει κανείς, είναι προφανές ότι κάποιο από αυτά τα επίπεδα θα ατονήσει, με πιθανότερο αυτό να είναι το ενδιάμεσο επίπεδο του αντικαπιταλιστικού μετώπου.
2) Ισχύει ότι σήμερα (και πολύ πιθανότερα στο επόμενο διάστημα) υπάρχουν δυνάμεις που απελευθερώνονται από τους δύο πυλώνες του ρεφορμισμού. Σαφώς, λοιπόν, χρειάζεται να βρούμε τρόπο συμπόρευσης, όμως η απάντηση δεν είναι να χτίσουμε έναν τρίτο πυλώνα του ρεφορμισμού, επαναλαμβάνοντας τη συνταγή του ΣΥΡΙΖΑ – δεν μπορεί να είναι αυτή η «άλλη αριστερά» που ευαγγελιζόμαστε. Ο μόνος τρόπος να παρέμβει, να ηγεμονεύσει ιδεολογικά και να επηρεάσει καθοριστικά τα πράγματα η αντικαπιταλιστική αριστερά στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας, είναι να συμμετάσχει σε αυτήν όσο το δυνατόν πιο ενωμένη, με κοινή παρέμβαση που δεν μπορεί παρά να αποφασίζεται με εσωτερικές δημοκρατικές διεργασίες βάσης και όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής. Αν πάμε σαν μεμονωμένες οργανώσεις, κάποιων εκατοντάδων μελών η καθεμία, χωρίς ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα στελέχη σε επίπεδο κοινωνίας, πάμε σαν τα πρόβατα στη σφαγή και είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιηθούμε για να εξυπηρετήσουμε άλλα σχέδια, όπως γίνεται με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις που έχουν εγκλωβιστεί σήμερα ή και παλιότερα στον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα και του Σταθάκη. Η ιστορία διδάσκει, ας την ακούσουμε.
3) Το κεκτημένο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που έχει πλέον τοπικές επιτροπές σχεδόν παντού, που τη γνωρίζει πλέον όλη η κοινωνία, είναι εξαιρετικά πολύτιμο για να το αφήσουμε να χαθεί. Είναι η πρώτη φορά που η επαναστατική αριστερά μπορεί να ακούγεται αυτόνομα στην κοινωνία – προκαλεί τρομερή εντύπωση το πόσο υποβαθμίζεται και παραβλέπεται αυτό από κομμάτια της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τη φωνή μας στην κοινωνία πρέπει να την ενισχύσουμε, όχι να την αφήσουμε να σιγήσει. Γι’αυτό πρέπει να προχωρήσουν μια σειρά από πρακτικά ζητήματα, όπως π.χ. η δημιουργία εφημερίδας, η οποία ήταν απόφαση της 1ης Συνδιάσκεψης κι όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ (και σίγουρα δε φταίνε αντικειμενικές δυσκολίες, καθώς οργανώσεις εκδίδουν τις δικές τους εφημερίδες), ενιαίο camping της νεολαίας, φεστιβάλ, και πολλά ακόμα που μπορούμε να σκεφτούμε και που θα βοηθήσουν στην εξάπλωση του μηνύματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
4) Συγκεκριμένα στην επαρχία, γιατί μιλάμε για τη μισή χώρα και χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα, οι επιμέρους οργανώσεις, (ΑΡΑΝ, ΝΑΡ, ΟΚΔΕ-ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, ΣΕΚ κτλ), όσο κι αν έχουν δύναμη και απεύθυνση π.χ. σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή σε κάποιες γειτονιές μεγάλων πόλεων, σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας στην επαρχία απλώς δεν υπάρχουν. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις τις οποίες δεν υποτιμούμε, όμως κατά κανόνα οι οργανώσεις από μόνες τους έχουν ουσιαστικά μηδενικές δυνατότητες απεύθυνσης/παρέμβασης στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας - και αυτό είναι ανάγκη να ειπωθεί ξεκάθαρα και να εμπεδωθεί. Υπάρχουν ολόκληροι Νομοί όπου οι περισσότερες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχουν ούτε ένα μέλος (ενώ υπάρχουν ανένταχτοι). Είναι εξαιρετικά σημαντικό γενικά, αλλά ακόμα περισσότερο ειδικά για την επαρχία, να μη χαθεί αλλά να ενισχυθεί το κεκτημένο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ενωτικής και αυτόνομης παρέμβασης της επαναστατικής αριστεράς.
5) Για το χώρο μας, που οι θέσεις του επιβεβαιώνονται και μετά τα γεγονότα της Κύπρου, είναι εποχή όχι μόνο «ανασύνθεσης» αλλά και «σύνθεσης». Το ζητούμενο δεν είναι γενικά να «μοιραστούν τα χαρτιά από την αρχή» στο χώρο που θα μπορούσε να συγκροτήσει μια ευρύτερη πολιτική συμμαχία σήμερα. Το ζητούμενο είναι να αναβαθμίσουμε αυτό που ήδη έχουμε και παράλληλα να βρούμε τρόπους συμπόρευσης με άλλες δυνάμεις που αναζητούν έναν άλλο δρόμο, το δρόμο που περιγράψαμε από την αρχή ακόμα της κρίσης. Σκεφτείτε τι άποψη δημιουργεί στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που προβληματίζεται και κοιτάει με ενδιαφέρον τις διεργασίες στο χώρο μας, η εικόνα μιας ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν πιστεύει στον εαυτό της, που δεν παλεύει για την ισχυροποίησή της, και που αντίθετα μπορεί να δείχνει μέχρι και αποσχιστικές τάσεις. Γιατί αυτός ο κόσμος να μας εμπιστευτεί, αν δεν εμπιστευόμαστε και δεν υπερασπιζόμαστε εμείς οι ίδιοι τον χώρο μας; Θυμηθείτε επίσης τις φωνές που έλεγαν, όταν δημιουργήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι η εξωκοινοβουλευτική αριστερά στερείται σοβαρότητας, ότι δεν κατάφερε τόσα χρόνια να κάνει κάτι μαζικό και ούτε τώρα θα το καταφέρει, ότι δεν μπορεί να ταχθεί σε ένα σχέδιο και να το υπηρετήσει μέχρι τέλους. Γιατί να τους επιβεβαιώσουμε, αφήνοντας αυτή την ενωτική διαδικασία στη μέση με την πρώτη δυσκολία;
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διανύει πλέον τον 5ο χρόνο υπάρξής της και η πολιτική συμφωνία που έχει επιτευχθεί δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη (η πολιτική συμφωνία π.χ. στο ΣΥΡΙΖΑ είναι προϊόν απείρως μεγαλύτερων συμβιβασμών, και δε μιλάμε μόνο για σήμερα που υπάρχει η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας). Αν λοιπόν δεν είμαστε τώρα έτοιμοι για ένα τέτοιο θαρραλέο ποιοτικό άλμα, πότε θα είμαστε; Η άρνηση του προχωρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του κοινού μας σπιτιού, είναι ουσιαστικά παραδοχή ότι οι οργανώσεις που την απαρτίζουν υιοθετούν λογικές μικρομάγαζου. Η λογική «ΑΝΤΑΡΣΥΑ = συμπαράταξη οργανώσεων (συν κάποιοι ανένταχτοι)-εκλογική συμμαχία» μάς έφτασε ως εδώ (δείχνοντας εμφανή σημάδια κόπωσης το τελευταίο διάστημα), όμως είναι ανάγκη να σταθούμε αντάξιοι της ιστορικής συγκυρίας και να αναβαθμίσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια βαθιά δημοκρατική, μαζική οργάνωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, επειδή είναι αναγκαίο να ακούγεται δυνατά η φωνή μας – σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Αυτό δε σημαίνει ακύρωση της λειτουργίας των οργανώσεων-τάσεων. Αντίθετα, η καθεμία κρατά τη σχετική της αυτοτέλεια και μπορεί να έχει και τις δικές της δράσεις και πρωτοβουλίες, όμως είναι ανάγκη και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να παίρνει πρωτοβουλίες τις οποίες θα υπηρετούμε όλοι. Δυστυχώς, ο απολογισμός των πρωτοβουλιών που έχουμε πάρει σε κεντρικό επίπεδο και στηρίξαμε συλλογικά, εκτός από κάποιες εκδηλώσεις (που πολλές φορές δυστυχώς θυμίζουν περισσότερο προσπάθειες προβολής των θέσεων της κάθε οργάνωσης διαδοχικά παρά των θέσεων του μετώπου), είναι ισχνός. Άλλωστε, το να δώσουν και οι οργανώσεις την πολιτική προτεραιότητα πρωτοβουλιών και δράσεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ο μόνος τρόπος να γίνει πραγματικότητα και αυτό που γράφουμε στις Θέσεις, ότι δηλαδή θέλουμε να γραφτούν «χιλιάδες νέα μέλη». Αν δεν πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι σε αυτό το εγχείρημα, αν δε ρίχνουμε όλες μας τις δυνάμεις σ’αυτό, πώς θα στρατευτούν κι άλλοι; Να μην το εγκαταλείψουμε. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν αξίζει και δεν πρέπει να διαχυθεί κατακερματισμένη σε κανένα πρόσκαιρο ευρύτερο αριστερό μέτωπο – αντίθετα πρέπει να οικοδομήσει τις συμμαχίες της με την ισχυρή και αυτόνομη φωνή της.
Οφείλουμε ωστόσο να εξετάσουμε και με ποιους όρους θα μιλήσουμε για συμμαχίες. Πολιτική βάση μιας μετωπικής συμπόρευσης, όπως περιγράφεται και στο σημείο 62 των θέσεων, δεν μπορεί να είναι άλλη από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την ακύρωση των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με ΕΕ και ευρωζώνη και την εθνικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο. Οι λόγοι που ορίζουν ως ελάχιστη βάση συζήτησης αυτά τα σημεία δεν είναι λόγοι ιδεοληψίας ή περιχαράκωσης. Είναι, απλούστατα, ότι αυτοί είναι οι στόχοι πάλης για το σήμερα που συνολικά συνιστούν μία πολιτική πρόταση που δεν μπορεί να ενταχθεί στους σχεδιασμούς του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά πάει κόντρα σε αυτό και οξύνει την ταξική πάλη προς όφελος του κόσμου της εργασίας. Γι'αυτό και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε σε συμβιβασμούς με λογικές όπως αυτές του «Σχεδίου Β» του Αλέκου Αλαβάνου, που προτάσσει ξεκάθαρα μόνο το αντι-ευρώ, ενώ προτείνει δημοψήφισμα για την ΕΕ, παύση πληρωμών αντί για διαγραφή χρέους, εθνικοποιήσεις τραπεζών χωρίς να αναφέρει το «χωρίς αποζημίωση». Αυτό είναι ένα σχέδιο που αντικειμενικά θα μπορούσε μελλοντικά να ενταχθεί στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και άρα μπορεί να πάει και πίσω το λαϊκό κίνημα (ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία πρόσφατα βιομήχανοι έφτιαξαν κόμμα υπέρ της επιστροφής στο μάρκο). Θέλουμε μετωπική συμπόρευση με αυτές τις δυνάμεις, όπως και με δυνάμεις που μπορεί να βρίσκονται σήμερα στο ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως στη βάση του μεταβατικού προγράμματος - ακόμα κι αν επιλέξουμε για λόγους τακτικής να προβάλουμε κάποια σημεία περισσότερο. Άλλωστε, θα ήμασταν πλήρως αναξιόπιστοι αν φτιάχναμε ένα μέτωπο «μόνο στα σημεία που τα βρίσκουμε», πχ ένα μέτωπο μόνο κατά του ευρώ: Όλο αυτό το διάστημα λέγαμε ότι αυτά τα σημεία είναι το απαραίτητο, το μίνιμουμ πλαίσιο μίας ανατρεπτικής πολιτικής, δεν θα ήταν δυνατόν ξαφνικά να ανακαλύπταμε ότι τελικά μπορούμε να κάνουμε πολιτική συμμαχία πάνω σε επιμέρους στοιχεία αυτού του προγράμματος. Αν ήταν έτσι, τότε θα είχαμε φτιάξει και μέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ πχ, με βάση το «ακύρωση του μνημονίου». Τώρα που επιβεβαιώνεται η ανάγκη της πολιτικής πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο σύνολό της για έναν άλλο δρόμο, δεν υπάρχει περίπτωση να αρχίσουμε τις εκπτώσεις. Αυτά πρέπει να κατανοηθούν από όσες δυνάμεις θέλουν να προχωρήσουμε μαζί - άλλωστε, και ο χώρος του ΜΑΑ δε δείχνει να έχει ουσιαστικές διαφωνίες με τα κύρια σημεία του μεταβατικού προγράμματος, παρά μόνο στο αν πρέπει σήμερα να προταχθούν συνολικά ή μόνο κάποια από αυτά, όπως η έξοδος από την ευρωζώνη. Αυτό δεν σημαίνει μια αλαζονική απαίτηση να υιοθετήσουν πλήρως οι άλλες δυνάμεις τη λογική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντιθέτως, σημαίνει ένα μέτωπο με όσες δυνάμεις συμφωνούν σε αυτούς τους στόχους, ακόμα κι αν δε συμφωνούν απόλυτα στο πώς αυτοί θα επιτευχθούν. Μπορεί δηλαδή στα πλαίσια μίας τέτοιας συμμαχίας να συμπορευτούμε και με δυνάμεις που δεν βλέπουν μία σύγχρονη επαναστατική διαδικασία ακριβώς όπως οι δυνάμεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή που ρίχνουν περισσότερο βάρος στις δυνατότητες κοινοβουλευτικών παρεμβάσεων. Και εκεί είναι που συνδέεται η δημιουργία του ευρύτερου μετώπου με την ισχυροποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να διεκδικήσουμε με αξιώσεις την ιδεολογική ηγεμονία σε αυτό και να μην επιτρέψουμε να διολισθήσει στον κυβερνητισμό. Ναι, λοιπόν, στη μετωπική συμπόρευση και με άλλες δυνάμεις, όμως με βάση τα κομβικά σημεία του μεταβατικού προγράμματος και, παράλληλα, με ουσιαστικό προχώρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κοινό βηματισμό όλων των δυνάμεων και των μελών της.
Κλείνοντας, είναι εξαιρετικά σημαντικό στη Συνδιάσκεψη να κατέβουν πλατφόρμες με το πώς ακριβώς βλέπει η κάθε τάση αυτή τη μετωπική συμπόρευση. Είναι απαραίτητο να βγούμε από τη Συνδιάσκεψη με μία συλλογική απόφαση για το πώς ακριβώς θα είναι η πρότασή μας, με ποιους όρους, με ποιο όνομα. Εφόσον θέλουμε να πάρουμε μία τέτοια απόφαση, πρέπει να την υπηρετήσουμε από την επόμενη κιόλας μέρα, και αυτό δεν θα γίνει αν υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις της απόφασης. Είναι ορατός ο κίνδυνος μία ασαφής διατύπωση να βάλει για άλλη μια φορά τη διαδικασία στον πάγο μέχρι την επόμενη εκλογική διαδικασία, όπου πιθανότατα πάλι δε θα υπάρχει χρόνος για μαζικές διαδικασίες και θα παρθεί μία απόφαση σε κεντρικό επίπεδο, όπως έγινε και το Μάη του '12. Μία σκέψη πχ θα ήταν να συγκροτήσουμε μία ευρύτερη συμμαχία με όνομα όπως ΑΝΤΑΡΣΥΑ - Μέτωπο Ανατροπής, σαν ένα πολιτικό προχώρημα αυτού που λέμε Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής, με τις δυνάμεις με τις οποίες υπάρχει συμφωνία στο μεταβατικό πρόγραμμα αλλά για τους δικούς τους λόγους δεν θέλουν να ενταχθούν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Να ανοίξει λοιπόν ουσιαστικά η συζήτηση, να κατατεθούν διαφορετικές πλατφόρμες (γιατί όντως έχουμε πλούτο απόψεων και προσεγγίσεων - και αυτό δεν είναι κακό) και να ψηφίσουμε στη Συνδιάσκεψη δημοκρατικά για το ποιο συγκεκριμένο σχέδιο θα υπηρετήσει συλλογικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο διάστημα. Χρόνος για ασάφειες ή διάθεση για παραπομπή των αποφάσεων σε αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας συμβιβασμούς σε κεντρικό επίπεδο δεν υπάρχει.
Πάνος Δαμέλος, Τ.Ε. Κορινθίας
Καταρχάς, εφόσον μιλάμε για μεταβατικό πρόγραμμα, οφείλουμε να διεκδικούμε την πολιτική εξουσία σε όλα τα επίπεδα για την υλοποίησή του, και αυτό μπορεί να περιλαμβάνει και το κυβερνητικό – κάνοντας φυσικά σαφές ότι, χωρίς οργανωμένο λαϊκό και εργατικό κίνημα, μια εργατική κυβέρνηση σύγκρουσης με το κεφάλαιο είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει. Σε αυτό το κείμενο θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι το δεύτερο ζήτημα, αυτό των συμμαχιών μας σήμερα, συνδέεται άμεσα με το τρίτο, αυτό της αναβάθμισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κατεύθυνση ενός ενιαίου, πολυτασικού φορέα.
1) Ξεκινάμε με ενστάσεις απλής λογικής: Οι Θέσεις μιλούν για «μετωπική συμπόρευση», όμως είναι κάπως περίεργο ένα μέτωπο να συμμετέχει σε ένα άλλο μέτωπο. Ή θα συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τις λογικές αυτοσυντήρησης και περιχαράκωσης και να δούμε τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν αυτό που εκ των πραγμάτων είναι, δηλαδή ρεύματα-οργανωμένες τάσεις ενός μαζικού φορέα (και να αρχίσουμε να λειτουργούμε αντίστοιχα), ή ας πούμε από τώρα, χωρίς υπεκφυγές, ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάει για διάλυση. Γιατί δεν πείθει καθόλου ότι είναι βιώσιμο ένα σχήμα οργάνωση → αντικαπιταλιστικό μέτωπο → ευρύτερο μέτωπο (με το οποίο και θα απευθυνόμαστε στο λαό). Και μόνο από πλευράς χρονικών περιορισμών αν το δει κανείς, είναι προφανές ότι κάποιο από αυτά τα επίπεδα θα ατονήσει, με πιθανότερο αυτό να είναι το ενδιάμεσο επίπεδο του αντικαπιταλιστικού μετώπου.
2) Ισχύει ότι σήμερα (και πολύ πιθανότερα στο επόμενο διάστημα) υπάρχουν δυνάμεις που απελευθερώνονται από τους δύο πυλώνες του ρεφορμισμού. Σαφώς, λοιπόν, χρειάζεται να βρούμε τρόπο συμπόρευσης, όμως η απάντηση δεν είναι να χτίσουμε έναν τρίτο πυλώνα του ρεφορμισμού, επαναλαμβάνοντας τη συνταγή του ΣΥΡΙΖΑ – δεν μπορεί να είναι αυτή η «άλλη αριστερά» που ευαγγελιζόμαστε. Ο μόνος τρόπος να παρέμβει, να ηγεμονεύσει ιδεολογικά και να επηρεάσει καθοριστικά τα πράγματα η αντικαπιταλιστική αριστερά στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας, είναι να συμμετάσχει σε αυτήν όσο το δυνατόν πιο ενωμένη, με κοινή παρέμβαση που δεν μπορεί παρά να αποφασίζεται με εσωτερικές δημοκρατικές διεργασίες βάσης και όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής. Αν πάμε σαν μεμονωμένες οργανώσεις, κάποιων εκατοντάδων μελών η καθεμία, χωρίς ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα στελέχη σε επίπεδο κοινωνίας, πάμε σαν τα πρόβατα στη σφαγή και είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιηθούμε για να εξυπηρετήσουμε άλλα σχέδια, όπως γίνεται με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις που έχουν εγκλωβιστεί σήμερα ή και παλιότερα στον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα και του Σταθάκη. Η ιστορία διδάσκει, ας την ακούσουμε.
3) Το κεκτημένο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που έχει πλέον τοπικές επιτροπές σχεδόν παντού, που τη γνωρίζει πλέον όλη η κοινωνία, είναι εξαιρετικά πολύτιμο για να το αφήσουμε να χαθεί. Είναι η πρώτη φορά που η επαναστατική αριστερά μπορεί να ακούγεται αυτόνομα στην κοινωνία – προκαλεί τρομερή εντύπωση το πόσο υποβαθμίζεται και παραβλέπεται αυτό από κομμάτια της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τη φωνή μας στην κοινωνία πρέπει να την ενισχύσουμε, όχι να την αφήσουμε να σιγήσει. Γι’αυτό πρέπει να προχωρήσουν μια σειρά από πρακτικά ζητήματα, όπως π.χ. η δημιουργία εφημερίδας, η οποία ήταν απόφαση της 1ης Συνδιάσκεψης κι όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ (και σίγουρα δε φταίνε αντικειμενικές δυσκολίες, καθώς οργανώσεις εκδίδουν τις δικές τους εφημερίδες), ενιαίο camping της νεολαίας, φεστιβάλ, και πολλά ακόμα που μπορούμε να σκεφτούμε και που θα βοηθήσουν στην εξάπλωση του μηνύματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
4) Συγκεκριμένα στην επαρχία, γιατί μιλάμε για τη μισή χώρα και χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα, οι επιμέρους οργανώσεις, (ΑΡΑΝ, ΝΑΡ, ΟΚΔΕ-ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, ΣΕΚ κτλ), όσο κι αν έχουν δύναμη και απεύθυνση π.χ. σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή σε κάποιες γειτονιές μεγάλων πόλεων, σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας στην επαρχία απλώς δεν υπάρχουν. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις τις οποίες δεν υποτιμούμε, όμως κατά κανόνα οι οργανώσεις από μόνες τους έχουν ουσιαστικά μηδενικές δυνατότητες απεύθυνσης/παρέμβασης στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας - και αυτό είναι ανάγκη να ειπωθεί ξεκάθαρα και να εμπεδωθεί. Υπάρχουν ολόκληροι Νομοί όπου οι περισσότερες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχουν ούτε ένα μέλος (ενώ υπάρχουν ανένταχτοι). Είναι εξαιρετικά σημαντικό γενικά, αλλά ακόμα περισσότερο ειδικά για την επαρχία, να μη χαθεί αλλά να ενισχυθεί το κεκτημένο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ενωτικής και αυτόνομης παρέμβασης της επαναστατικής αριστεράς.
5) Για το χώρο μας, που οι θέσεις του επιβεβαιώνονται και μετά τα γεγονότα της Κύπρου, είναι εποχή όχι μόνο «ανασύνθεσης» αλλά και «σύνθεσης». Το ζητούμενο δεν είναι γενικά να «μοιραστούν τα χαρτιά από την αρχή» στο χώρο που θα μπορούσε να συγκροτήσει μια ευρύτερη πολιτική συμμαχία σήμερα. Το ζητούμενο είναι να αναβαθμίσουμε αυτό που ήδη έχουμε και παράλληλα να βρούμε τρόπους συμπόρευσης με άλλες δυνάμεις που αναζητούν έναν άλλο δρόμο, το δρόμο που περιγράψαμε από την αρχή ακόμα της κρίσης. Σκεφτείτε τι άποψη δημιουργεί στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που προβληματίζεται και κοιτάει με ενδιαφέρον τις διεργασίες στο χώρο μας, η εικόνα μιας ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν πιστεύει στον εαυτό της, που δεν παλεύει για την ισχυροποίησή της, και που αντίθετα μπορεί να δείχνει μέχρι και αποσχιστικές τάσεις. Γιατί αυτός ο κόσμος να μας εμπιστευτεί, αν δεν εμπιστευόμαστε και δεν υπερασπιζόμαστε εμείς οι ίδιοι τον χώρο μας; Θυμηθείτε επίσης τις φωνές που έλεγαν, όταν δημιουργήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι η εξωκοινοβουλευτική αριστερά στερείται σοβαρότητας, ότι δεν κατάφερε τόσα χρόνια να κάνει κάτι μαζικό και ούτε τώρα θα το καταφέρει, ότι δεν μπορεί να ταχθεί σε ένα σχέδιο και να το υπηρετήσει μέχρι τέλους. Γιατί να τους επιβεβαιώσουμε, αφήνοντας αυτή την ενωτική διαδικασία στη μέση με την πρώτη δυσκολία;
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διανύει πλέον τον 5ο χρόνο υπάρξής της και η πολιτική συμφωνία που έχει επιτευχθεί δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη (η πολιτική συμφωνία π.χ. στο ΣΥΡΙΖΑ είναι προϊόν απείρως μεγαλύτερων συμβιβασμών, και δε μιλάμε μόνο για σήμερα που υπάρχει η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας). Αν λοιπόν δεν είμαστε τώρα έτοιμοι για ένα τέτοιο θαρραλέο ποιοτικό άλμα, πότε θα είμαστε; Η άρνηση του προχωρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του κοινού μας σπιτιού, είναι ουσιαστικά παραδοχή ότι οι οργανώσεις που την απαρτίζουν υιοθετούν λογικές μικρομάγαζου. Η λογική «ΑΝΤΑΡΣΥΑ = συμπαράταξη οργανώσεων (συν κάποιοι ανένταχτοι)-εκλογική συμμαχία» μάς έφτασε ως εδώ (δείχνοντας εμφανή σημάδια κόπωσης το τελευταίο διάστημα), όμως είναι ανάγκη να σταθούμε αντάξιοι της ιστορικής συγκυρίας και να αναβαθμίσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια βαθιά δημοκρατική, μαζική οργάνωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, επειδή είναι αναγκαίο να ακούγεται δυνατά η φωνή μας – σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά. Αυτό δε σημαίνει ακύρωση της λειτουργίας των οργανώσεων-τάσεων. Αντίθετα, η καθεμία κρατά τη σχετική της αυτοτέλεια και μπορεί να έχει και τις δικές της δράσεις και πρωτοβουλίες, όμως είναι ανάγκη και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να παίρνει πρωτοβουλίες τις οποίες θα υπηρετούμε όλοι. Δυστυχώς, ο απολογισμός των πρωτοβουλιών που έχουμε πάρει σε κεντρικό επίπεδο και στηρίξαμε συλλογικά, εκτός από κάποιες εκδηλώσεις (που πολλές φορές δυστυχώς θυμίζουν περισσότερο προσπάθειες προβολής των θέσεων της κάθε οργάνωσης διαδοχικά παρά των θέσεων του μετώπου), είναι ισχνός. Άλλωστε, το να δώσουν και οι οργανώσεις την πολιτική προτεραιότητα πρωτοβουλιών και δράσεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ο μόνος τρόπος να γίνει πραγματικότητα και αυτό που γράφουμε στις Θέσεις, ότι δηλαδή θέλουμε να γραφτούν «χιλιάδες νέα μέλη». Αν δεν πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι σε αυτό το εγχείρημα, αν δε ρίχνουμε όλες μας τις δυνάμεις σ’αυτό, πώς θα στρατευτούν κι άλλοι; Να μην το εγκαταλείψουμε. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν αξίζει και δεν πρέπει να διαχυθεί κατακερματισμένη σε κανένα πρόσκαιρο ευρύτερο αριστερό μέτωπο – αντίθετα πρέπει να οικοδομήσει τις συμμαχίες της με την ισχυρή και αυτόνομη φωνή της.
Οφείλουμε ωστόσο να εξετάσουμε και με ποιους όρους θα μιλήσουμε για συμμαχίες. Πολιτική βάση μιας μετωπικής συμπόρευσης, όπως περιγράφεται και στο σημείο 62 των θέσεων, δεν μπορεί να είναι άλλη από το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την ακύρωση των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με ΕΕ και ευρωζώνη και την εθνικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο. Οι λόγοι που ορίζουν ως ελάχιστη βάση συζήτησης αυτά τα σημεία δεν είναι λόγοι ιδεοληψίας ή περιχαράκωσης. Είναι, απλούστατα, ότι αυτοί είναι οι στόχοι πάλης για το σήμερα που συνολικά συνιστούν μία πολιτική πρόταση που δεν μπορεί να ενταχθεί στους σχεδιασμούς του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά πάει κόντρα σε αυτό και οξύνει την ταξική πάλη προς όφελος του κόσμου της εργασίας. Γι'αυτό και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε σε συμβιβασμούς με λογικές όπως αυτές του «Σχεδίου Β» του Αλέκου Αλαβάνου, που προτάσσει ξεκάθαρα μόνο το αντι-ευρώ, ενώ προτείνει δημοψήφισμα για την ΕΕ, παύση πληρωμών αντί για διαγραφή χρέους, εθνικοποιήσεις τραπεζών χωρίς να αναφέρει το «χωρίς αποζημίωση». Αυτό είναι ένα σχέδιο που αντικειμενικά θα μπορούσε μελλοντικά να ενταχθεί στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και άρα μπορεί να πάει και πίσω το λαϊκό κίνημα (ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία πρόσφατα βιομήχανοι έφτιαξαν κόμμα υπέρ της επιστροφής στο μάρκο). Θέλουμε μετωπική συμπόρευση με αυτές τις δυνάμεις, όπως και με δυνάμεις που μπορεί να βρίσκονται σήμερα στο ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως στη βάση του μεταβατικού προγράμματος - ακόμα κι αν επιλέξουμε για λόγους τακτικής να προβάλουμε κάποια σημεία περισσότερο. Άλλωστε, θα ήμασταν πλήρως αναξιόπιστοι αν φτιάχναμε ένα μέτωπο «μόνο στα σημεία που τα βρίσκουμε», πχ ένα μέτωπο μόνο κατά του ευρώ: Όλο αυτό το διάστημα λέγαμε ότι αυτά τα σημεία είναι το απαραίτητο, το μίνιμουμ πλαίσιο μίας ανατρεπτικής πολιτικής, δεν θα ήταν δυνατόν ξαφνικά να ανακαλύπταμε ότι τελικά μπορούμε να κάνουμε πολιτική συμμαχία πάνω σε επιμέρους στοιχεία αυτού του προγράμματος. Αν ήταν έτσι, τότε θα είχαμε φτιάξει και μέτωπο με τον ΣΥΡΙΖΑ πχ, με βάση το «ακύρωση του μνημονίου». Τώρα που επιβεβαιώνεται η ανάγκη της πολιτικής πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο σύνολό της για έναν άλλο δρόμο, δεν υπάρχει περίπτωση να αρχίσουμε τις εκπτώσεις. Αυτά πρέπει να κατανοηθούν από όσες δυνάμεις θέλουν να προχωρήσουμε μαζί - άλλωστε, και ο χώρος του ΜΑΑ δε δείχνει να έχει ουσιαστικές διαφωνίες με τα κύρια σημεία του μεταβατικού προγράμματος, παρά μόνο στο αν πρέπει σήμερα να προταχθούν συνολικά ή μόνο κάποια από αυτά, όπως η έξοδος από την ευρωζώνη. Αυτό δεν σημαίνει μια αλαζονική απαίτηση να υιοθετήσουν πλήρως οι άλλες δυνάμεις τη λογική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντιθέτως, σημαίνει ένα μέτωπο με όσες δυνάμεις συμφωνούν σε αυτούς τους στόχους, ακόμα κι αν δε συμφωνούν απόλυτα στο πώς αυτοί θα επιτευχθούν. Μπορεί δηλαδή στα πλαίσια μίας τέτοιας συμμαχίας να συμπορευτούμε και με δυνάμεις που δεν βλέπουν μία σύγχρονη επαναστατική διαδικασία ακριβώς όπως οι δυνάμεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή που ρίχνουν περισσότερο βάρος στις δυνατότητες κοινοβουλευτικών παρεμβάσεων. Και εκεί είναι που συνδέεται η δημιουργία του ευρύτερου μετώπου με την ισχυροποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να διεκδικήσουμε με αξιώσεις την ιδεολογική ηγεμονία σε αυτό και να μην επιτρέψουμε να διολισθήσει στον κυβερνητισμό. Ναι, λοιπόν, στη μετωπική συμπόρευση και με άλλες δυνάμεις, όμως με βάση τα κομβικά σημεία του μεταβατικού προγράμματος και, παράλληλα, με ουσιαστικό προχώρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κοινό βηματισμό όλων των δυνάμεων και των μελών της.
Κλείνοντας, είναι εξαιρετικά σημαντικό στη Συνδιάσκεψη να κατέβουν πλατφόρμες με το πώς ακριβώς βλέπει η κάθε τάση αυτή τη μετωπική συμπόρευση. Είναι απαραίτητο να βγούμε από τη Συνδιάσκεψη με μία συλλογική απόφαση για το πώς ακριβώς θα είναι η πρότασή μας, με ποιους όρους, με ποιο όνομα. Εφόσον θέλουμε να πάρουμε μία τέτοια απόφαση, πρέπει να την υπηρετήσουμε από την επόμενη κιόλας μέρα, και αυτό δεν θα γίνει αν υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις της απόφασης. Είναι ορατός ο κίνδυνος μία ασαφής διατύπωση να βάλει για άλλη μια φορά τη διαδικασία στον πάγο μέχρι την επόμενη εκλογική διαδικασία, όπου πιθανότατα πάλι δε θα υπάρχει χρόνος για μαζικές διαδικασίες και θα παρθεί μία απόφαση σε κεντρικό επίπεδο, όπως έγινε και το Μάη του '12. Μία σκέψη πχ θα ήταν να συγκροτήσουμε μία ευρύτερη συμμαχία με όνομα όπως ΑΝΤΑΡΣΥΑ - Μέτωπο Ανατροπής, σαν ένα πολιτικό προχώρημα αυτού που λέμε Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής, με τις δυνάμεις με τις οποίες υπάρχει συμφωνία στο μεταβατικό πρόγραμμα αλλά για τους δικούς τους λόγους δεν θέλουν να ενταχθούν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Να ανοίξει λοιπόν ουσιαστικά η συζήτηση, να κατατεθούν διαφορετικές πλατφόρμες (γιατί όντως έχουμε πλούτο απόψεων και προσεγγίσεων - και αυτό δεν είναι κακό) και να ψηφίσουμε στη Συνδιάσκεψη δημοκρατικά για το ποιο συγκεκριμένο σχέδιο θα υπηρετήσει συλλογικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το επόμενο διάστημα. Χρόνος για ασάφειες ή διάθεση για παραπομπή των αποφάσεων σε αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας συμβιβασμούς σε κεντρικό επίπεδο δεν υπάρχει.
Πάνος Δαμέλος, Τ.Ε. Κορινθίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου